Πλατωνικοῦ

Πλατωνικοῦ
Πλατωνικός
broad-shouldered
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Nikolāus [1] — Nikolāus (gr., eigentlich Nikolāos, d.i. Volkssieger, lat. Nicolaus, deutsch Niklas, Nikel, Klaus, Claus, französisch Nicole, dänisch Niels, wendisch Niklot, italienisch Nicŏlo etc.). I. Heilige: 1) St. N., geb. zu Patera in Lykien, von… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • πλατωνισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια πνευματική κατεύθυνση που προχωρεί πολύ πέρα από τα όρια μιας συγκεκριμένης φιλοσοφικής σχολής (αυτής που ίδρυσε ο Πλάτων) για να γίνει μια γενική τάση της σκέψης που, με διάφορες μορφές και τρόπους, ξαναγυρίζει …   Dictionary of Greek

  • Βολφ, Φρίντριχ Άουγκουστ — (Friedrich August Wolf, 1759 – 1824).Γερμανός φιλόλογος και ελληνιστής. Σπούδασε φιλολογία στο Γκέτινγκεν. Το 1777 εξέδωσε μια μελέτη του για τα ομηρικά έπη, στην οποία αναφέρθηκε επικριτικά ο συμπατριώτης του ποιητής Χάινε. Το 1872, ένα νέο έργο …   Dictionary of Greek

  • Ερμής ο Τρισμέγιστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υποτιθέμενος συγγραφέας μιας σειράς κειμένων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (2oς 3oς αι. μ.Χ.). Την καταγωγή του πρέπει να την αναζητήσουμε στον χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εποχή φιλοσοφικό συγκρητισμό, που γέννησε και τη… …   Dictionary of Greek

  • Εύδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πάριος ιστοριογράφος (5ος αι. π.Χ.). Έργα του δεν διασώθηκαν. 2. Αθηναίος δημαγωγός (; – 382; π.Χ.). Καταδικάστηκε σε θάνατο επί άρχοντα Ευάνδρου, επειδή πρότεινε τη θέσπιση αντιδημοτικού νόμου. 3. Ε. ο Κύπριος (; –… …   Dictionary of Greek

  • Καρατζάς, Ιωάννης — (Κύπρος 1767 – 1798). Εθνικός αγωνιστής. Έφυγε από την Κύπρο σε νεαρή ηλικία και εγκαταστάθηκε στην Αυστροουγγαρία. Συνελήφθη από τους Αυστριακούς μαζί με τον Ρήγα Βελεστινλή για την πατριωτική δράση του. Κατά τη μεταφορά του στην… …   Dictionary of Greek

  • Κένεντι, Μπέντζαμιν — (Benjamin Kennedy, 1804 – 1889). Άγγλος λόγιος και ελληνιστής. Mετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ έγινε υφηγητής σε αυτό (1828) και μετά καθηγητής στο Χάροου (1830) και στο Σριούσμπερι (1836). Το 1867 ανέλαβε την έδρα των… …   Dictionary of Greek

  • Λεόν, Φράι Λουίς ντε- — (Fray Luis de Léon, Μπελμόντε ντε Κουένκα 1527 – Μαντριγκάλ 1591). Ισπανός ποιητής. Ανήκε στο τάγμα των Αυγουστινιανών και ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών του στη Σαλαμάνκα, όπου αργότερα δίδαξε. Κατηγορήθηκε για παράβαση των διατάξεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”